τημελοῦχος

τημελοῦχος
τημελοῦχος, ον (cp. τημέλεια ‘care, attention’, ἔχω; for-οῦχος formations s. Buck, Reverse Index 687f) pert. to providing care, care-taking, fostering τημελοῦχος ἄγγελος a guardian angel ApcPt, Fgm. 1 and 2 (fr. Clem. Alex., Ecl. Proph. 41, 1; 48, 1 Stählin).—DELG s.v. τημελέω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τημελούχος — ον, ΜΑ αυτός που φροντίζει και προστατεύει κάποιον, που έχει την επιμέλεια κάποιου («τημελούχοις ἀγγέλοις, κἄν ἐκ μοιχείας ὦσι, τὰ ἀποτικτόμενα παραδίδοσθαι παρειλήφαμεν», Μεθόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελής + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • τημελούχημα — τὸ, Μ αντικείμενο φροντίδας και επιμέλειας («Τονδαρὶς Ἑλένη, Ἀφροδίτης τημελούχημα», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελοῦχος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τημελουχῶ] …   Dictionary of Greek

  • τημελούχησις — ήσεως, ἡ, Μ επίδειξη φροντίδας, επιμέλεια για κάτι («τὴν τοῡ υἱοῡ τημελούχησιν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελοῦχος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τημελουχῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”